Τουρκομάνοι

Τουρκομάνοι
Τουρκικός λαός που ζει στο Τουρκμενιστάν, στο Ουζμπεκιστάν, στον Καύκασο, την Ευρωπαϊκή Ρωσία, στο Αφγανιστάν και στο Ιράν. Η ονομασία Τ. εμφανίστηκε για πρώτη φορά μετά τον 10o αι. και χαρακτήριζε τις φυλές των Καρλούκων και των Ογούζων. Αργότερα, με την ίδια ονομασία, χαρακτηρίζονταν ομάδες βοσκών, που ακολούθησαν τους Σελτζουκίδες στις μετακινήσεις τους στο Ιράν, στο Αζερμπαϊτζάν και στη Μικρά Ασία (11ος αι.). Μεταξύ των φυλών αυτών, δύο έπαιζαν σημαντικό ρόλο τον 15o αι., οι Μαυροπροβατάδες και οι Ασπροπροβατάδες. Σήμερα, ο όρος Τ. αποτελεί πολλές φορές χαρακτηρισμό, που δίνεται στις φυλές, οι οποίες ζουν κοντά στις ανατολικές ακτές της Κασπίας Θάλασσας και τα εδάφη τους ανήκουν στο Ιράν και στο Αφγανιστάν. Στην περίοδο 1873-85, το μεγαλύτερο τμήμα της χώρας των Τ. κατακτήθηκε από τους Ρώσους, οι οποίοι συγκρότησαν με βάση αυτό την επαρχία της Υπερκασπίας. Μετά την πτώση του τσαρικού καθεστώτος, οι Άγγλοι διευκόλυναν στο Ακχαμπάντ τον σχηματισμό μιας κυβέρνησης από Μενσεβίκους (1918-19), που ανατράπηκε όμως, λίγο αργότερα, από τους μπολσεβίκους. Το σοβιετικό κράτος ευνόησε τη συγκέντρωση όλων των Τ. σε μια δημοκρατία, το Τουρκμενιστάν, μία από τις δημοκρατίες που αποτελούσαν την ΕΣΣΔ μέχρι το 1992.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Τουρκμένιος — και Τουρκομάνος, θηλ. Τουρκμένα, Ν 1. ο κάτοικος τής Τουρκμενίας 2. στον πληθ. οι Τουρκμένιοι και Τουρκομάνοι εθνολ. λαός που ανήκει στον νοτιοδυτικό κλάδο τής τουρκικής γλωσσικής ομάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. turkmen / turkoman < περσ. Turkmān… …   Dictionary of Greek

  • τουρκομανικός — ή, ό, Ν [Τουρκομάνοι] βλ. τουρκμενικός …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Μεσανατολικό — Όρος με τον οποίο αποδίδεται η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής (Μικρά Ασία, Αραβική χερσόνησος και βορειοανατολική Αφρική) και του Ισραήλ, σχετικά με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις. Η σύγκρουση του 1948 ανάμεσα… …   Dictionary of Greek

  • Ουζμπεκιστάν — (διεθν. Uzbekistan) Ουζμπεκιστάν Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει Ν με το Τουρκμενιστάν και με το Αφγανιστάν, Β με το Καζακστάν, Α με την Κιργισία, ΝΑ με το Τατζικιστάν.Η χώρα διαιρείται διοικητικά σε 12 επαρχίες, σε μία αυτόνομη δημοκρατία… …   Dictionary of Greek

  • Τραπεζούντα — (Τραμπζόν τουρκ.). Πόλη (περίπου 155.960 κάτ.) της ασιατικής Τουρκίας, στους πρόποδες των δασωδών ορέων του Πόντου. Την ίδρυσαν Έλληνες κάτοικοι της Σινώπης στα μέσα του 8ου αι. π.Χ. Η αρχαία ελληνική πόλη ήταν χτισμένη σε ένα οροπέδιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”